Η Τσιμερά ήταν χωριό της περιοχής Γκιουμούσχανε (Αργυρούπολης) της σημερινής Τουρκίας.
Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη Χαλδίας, ενώ διοικητικά στο Νομό Τραπεζούντας, διοίκηση Αργυρουπόλεως (Gümüşhane), υποδιοίκηση Άρδασσας (Torul)[1].
Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής της Μούζενας, χτισμένη σε υψόμετρο 1600-1700 μέτρων, κατά μήκος του ποταμού που έφερε το όνομά της και ενώνεται με τον ποταμό Γιαγλί-Ντερέ στα νότια.
Είναι περιστοιχισμένη από ψηλά βουνά που δημιουργούν χαράδρες και απότομες πλαγιές. (Ακριβής τοποθεσία στον χάρτη: 40°35′31″N 39°26′40″E).
Απέχει από την Άρδασσα 25 Km, από την Αργυρούπολη 27 Km και από την Τραπεζούντα 100 Km.
Η Τσιμερά, χτίστηκε από Τραπεζούντιους, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Τραπεζούντα ύστερα από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1461[2].
Είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό και αποτελούνταν από 9 μαχαλάδες (Σαββάντων, Γιωσηφάντων, Γαπάντων, Φραγκάντων, Θεοδωράντων, Σατικάντων, Ρακάν, Θεπεφτάτων και Κεϊβανάντων)[3].
Είχε τρεις εκκλησίες-ενορίες:
Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Θρυλικός κτηνοτρόφος υπήρξε ο Θεριάντς.
Τα παρχάρια της Τσιμεράς ήταν το Στρογγυλέν, το Τουκανέν και Τ' Άλας το παρχάρ.
Επίσης υπήρχε γεωργία μικρής όμως έκτασης, λόγω των μικρών εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης (κυρίως μπαξέδες).
Κύριο επάγγελμα των αντρών υπήρξε η αρτοποιεία και η μεταλλουργία.
Υπήρχαν Τσιμερίτκα αρτοποιεία και αργαστέρια σε όλη την ευρύτερη περιοχή του νομού Τραπεζούντας[6]. Οι άντρες δούλευαν εκεί, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν στο χωριό.
Η Τσιμερά είχε εξατάξιο δημοτικό σχολείο, το οποίο βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία[7].
Οι Τσιμερίτ αγαπούσαν πολύ την μουσική, το τραγούδι και το χορό.
Υπάρχουν χαρακτηριστικές μελωδίες σε ρυθμό «ομάλ» και πολλά δίστιχα προερχόμενα από την Τσιμερά.
Νασάν εμάς τοι Τσιμερίτς π' έχομεν Παναϊαν
ατέ 'χάρτσεν κι εδέκε μας τ' έμορφον τη λαλίαν
Κατά την ανταλλαγή πληθυσμών, η Τσιμερά είχε περίπου 800 κατοίκους, όλους Έλληνες.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Τσιμερά εγκαταστάθηκαν στις Πέντε Βρύσες και το Πολυδένδρι Λαγκαδά, στους Κομνηνάδες Καστοριάς, στον Κεχρόκαμπο, το Στεγνό και το Λευκάδι Καβάλας και αλλού[8].
Πόντιοι πρόσφυγες από την Τσιμερά μαζί με συμπατριώτες τους από άλλα χωριά του Πόντου, όπως το Χατς, τον Άγιο Φωκά, τη Μούζενα, τα Λωρία, τα χωριά της Ματσούκας , το Σίτσε κλπ. ήταν οι οικιστές του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης.
Υπο κατασκευή
Υπο κατασκευή
Οι δε μετά της Άννης (Κομνηνής) έφυγον εντός της Μουζένης μεταξύ των δυσπροσπελάστων φαράγγων και βράχων κρημνωδών, όπου έκτισαν εκεί τας κατοικίας των. …… Κρατύνει και την παράδοσιν των κατοίκων, πολλούς των περί αυτούς αναγόντων εις την γενεάν των Μεγάλων Κομνηνών δια διπλωμάτων αρχαίων οικογενειακών. Και το περίεργον ότι άπαντες οι την μεσόγειον οικούντες, αποδίδουσιν εις τους Μουζενίτας ευγενή καταγωγήν εκτός των ιδιαιτέρων αυτών επί τούτο διϊσχυρισμών.